ὀπός

ὀπός
ὀπός
Grammatical information: m.
Meaning: `plant juice', esp. `the juice of a figtree, used to curdle milk, fig curd' (Ε 902).
Compounds: Some compp., e.g. πολύ-οπος `juicy', ὀπο-βάλσα-μον n. `the juice of a balm' (Thphr.) for ὀπὸς βαλσάμιος (alternative explanation by Risch IF 59, 287), thus ὀπο-κάρπαθον (Plin.), -κάλπασον (Gal.), s. Thiselton-Dyer JournofPhil. 34, 305 ff.
Derivatives: 1. ὄπιον n. `poppy juice, opium' (Diocl. Fr. 94) with ὀπικός `made from opium' (pap. II--IIIp); 2. ὀπίας (τυρός) m. `cheese made from milk, curdled with fig juice' (E., Ar.); 3. ὀπώδης (Hp., Arist.), ὀπόεις (Nic.) `juicy'; 4. as PlN Όποῦς (\< -όεις), -οῦντος m. capital of the eastern Locrians (Il., inscr.) with Όπο(ύ)ντιοι m. pl., gen. hοποντίων (Th., inscr.); on the phonetics Schwyzer 253; also rivern., s. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 233. 5. ὀπίζω, also w. ἐξ-, `to press out the juice, to curdle with ὀπός' (Arist., Thphr.) with ὀπισμός m. `pressing out of juice' (Thphr., hell. pap.), ὄπισμα n. `pressed-out juice' (Dsc.).
Origin: IE [Indo-European] [1044] *sekʷos `juice, resin'
Etymology: With ὀπός with Ion. psilosis for *ὁπός (Solmsen Unt. 207; cf. hοποντίων) agrees a Balto-Slav. word for `plant juice etc.', e.g. OCS sokъ `sap', Lith. sakaĩ pl. `resin', like ὀπός to be interpreted as IE. *sokʷos; besides with ini. su̯- Lith. svekas, Latv. svakas, svęki `resin, rubber' (cf. on ὕπνος); polyinterpr. Alb. gjak `blood' (lastly Mann Lang. 26, 386). Lat. sūcus, prob. from *soukos or *seukos, deviates clearly. -- Further analysis w. rich lit. in WP. 2, 515f. (Pok. 1044), W.-Hofmann s. sūcus, Fraenkel s. sakaĩ, Vasmer s. sók.
Page in Frisk: 2,405-406

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • οπός — ο ού, γαλακτώδες υγρό από φυτά ή καρπό, που βγαίνει από το κόψιμο ή το χάραγμα: Οπός της παπαρούνας, αλλ. όπιο, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀπός — ὄψ voice fem gen sg ὀπός juice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέλοψ — οπος ὁ Α μυθ. επώνυμος ήρωας τής Πελοποννήσου, γιος τού βασιλιά τής Φρυγίας ή τής Λυδίας Ταντάλου και τής Κλυτίας ή τής Ευρυάνασσας, αδελφός τής Νιόβης και τού Βροτέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιδνός] …   Dictionary of Greek

  • ευρύοψ — οπος, ο αφρικανικό φυτό τής οικογένειας σύνθετα …   Dictionary of Greek

  • πάνοψ — οπος, ὁ, Α (για τον Ερμή) αυτός που βλέπει τα πάντα, πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οψ (< θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μήλ οψ] …   Dictionary of Greek

  • πανέλοψ — οπος, ὁ, Α (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πηνέλοψ …   Dictionary of Greek

  • πρωτάνωψ — οπος, ο, Ν ιατρ. αυτός που πάσχει από πρωτανοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protanope < prot (< πρώτος) + an (στερητικό αν / α ) + ope (< ωψ / οψ < ὄπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • σκάλοψ — οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α (λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω* με επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ… …   Dictionary of Greek

  • σκόλοψ — οπος, ὁ, ΜΑ βλ. σκόλοπας …   Dictionary of Greek

  • στέροψ — οπος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αστράφτει, λαμπερός, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό το θ. α στερ τής λ. ἀστήρ και β συνθετικό το oψ (< θ. οπ τού όπωπα*). Για την απουσία τού αρκτικού α βλ. λ. αστεροπή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”